- θρομβοειδής
- θρομβο-ειδής, ές,A full of clots or lumps, Hp.Mul.1.11,38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρομβοειδής — full of clots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
θρομβοειδῆ — θρομβοειδής full of clots neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θρομβοειδής full of clots masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θρομβοειδής full of clots masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβοειδέα — θρομβοειδής full of clots neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θρομβοειδής full of clots masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβοειδές — θρομβοειδής full of clots masc/fem voc sg θρομβοειδής full of clots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβοειδῶν — θρομβοειδής full of clots masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή … Dictionary of Greek